28η Οκτωβρίου

Πριν μερικές μέρες, το Σάββατο της 28ης Οκτωβρίου, γιόρταζαν οι Έλληνες του Βίσμπαντεν και περιοχής, όπως άλλωστε και όλοι οι Έλληνες τη μεγάλη αυτή ημέρα.

Η Eθνική Eορτή τιμήθηκε, με ποιήματα από τους μαθητές του δημοτικού σχολείου και του γυμνασίου  και με χοροεσπερίδα που ακολούθησε το βράδυ.

Για να δούμε λοιπόν τι ακριβώς έγινε την 28η Οκτωβρίου του 1940, διότι εκείνη η μέρα άνοιξε στην ιστορία της νεώτερης Ελλάδας ένα κεφάλαιο που σε σημασία και σε μελλοντικές συνέπειες συγκρίνεται μόνο με εκείνο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα του ΄21.

Το ιταλικό τηλεσίγραφο της 28ης Οκτωβρίου 1940 με το οποίο ο Μουσολίνι ζητούσε την ελεύθερη δίοδο των ιταλικών στρατευμάτων απορρίπτεται από τον Ιωάννη Μεταξά χωρίς
συζήτηση.

Η απάντηση του Έλληνα είναι το ΟΧΙ, που εξέφρασε τη θέληση του Ελληνικού λαού να μην υποταχθεί.

Η πορεία των ελληνικών στρατιωτικών μονάδων προς το Μέτωπο ήταν γεμάτη κακουχίες. Όμως ο βαρύς χειμώνας, ο ενθουσιασμός του ελληνικού στρατού και τα βουνά της Αλβανίας επιτρέπουν στους Έλληνες όχι μόνον να αντιμετωπίσουν την ιταλική επίθεση με επιτυχία, αλλά και να περάσουν αμέσως στην αντεπίθεση. Στη δυτική Μακεδονία ο ελληνικός στρατός καταλαμβάνει στις 22 Νοεμβρίου την Κορυτσά, ενώ στον κεντρικό τομέα της βόρειας Πίνδου εξουδετερώνει μια ιταλική μεραρχία Αλπινιστών και στον παραλιακό τομέα, όπου οι Ιταλοί είχαν στην αρχή κατορθώσει να εισχωρήσουν σε μεγάλο βάθος, τους υποχρεώνει να εκκενώσουν την κοιλάδα του ποταμού Καλαμά. Στο τέλος του χρόνου οι Ιταλοί βρίσκονται απωθημένοι 60 χιλιόμετρα πέρα από τα ελληνικά σύνορα.

Το «ΟΧΙ» του Μεταξά έχει μείνει αξέχαστο στην ελληνική ιστορία και γεμίζει τις καρδιές των Ελλήνων με ενθουσιασμό και περηφάνια.

 

Κωνσταντίνα Πανάγου

Ntina@gmx.net

 

Η πορεία προς το μέτωπο

Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ' τον άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμ ίλητοι, φέγγοντας μ' ένα μικρό δαδί, μία-μία εμοιραζόμασταν την σταφίδα. Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετό, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρ έξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο και απ' την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας
βάλουνε στόχο τ' αεροπλάνα. Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το 'χει συνήθειό του, στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως.

Τότες, χωμένοι μες στις ρεματιές, γέρναμε το κεφάλι από το μέρος το βαρύ, όπου δε
βγαίνουνε όνειρα. Και τα πουλιά μας θύμωναν, που δε δίναμε τάχα σημασία στα λόγια τους - ίσως και που ασκημίζαμε χωρίς αιτία την πλάση.

Οδυσσέα Ελύτη, ’ξιον Εστί