|
Ποια είναι άραγε η προέλευση και η σημασία των εθνικών μας ονομάτων;
Καταρχήν πρέπει να επισημανθεί ότι το όνομα ‘Γραικός’ είναι αρχαιότερο του ονόματος ‘Έλληνας’
. Σε μια επιγραφή του 4ου π.Χ. αι. αναφέρεται ότι ‘Έλληνες ονομάσθηκαν αυτοί που αποκαλούνταν πριν
Γραικοί’, ενώ ο Αριστοτέλης στα Μετεωρολογικά του σημειώνει ότι στην περιοχή της Δωδώνης στην Ήπειρο, την
οποία ο Κλαύδιος ο Πτολεμαίος θεωρούσε
ως την αρχέγονη Ελλάδα, κατοικούσαν οι ‘Σελλοί’ που αποκαλούνταν τότε Γραικοί και τώρα Έλληνες.
Το όνομα Γραικός συνεπώς είναι ένα πανάρχαιο όνομα και ετυμολογικά συνδέεται με τους γηραιούς
προφήτες /ιερείς της Δωδώνης. Από την περιοχή εκείνη ξεκίνησε μάλλον η πρώτη διείσδυση των
Γραικών στις πελασγικές χώρες της Κάτω Ελλάδος.
Πώς βρέθηκαν όμως στην Πίνδο αυτοί οι πανάρχαιοι πρόγονοί μας;
Οι περισσότεροι δυτικοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι κατέβηκαν από τον Δούναβη, ακολουθώντας
πρώτα την ροή του Μάργου και κατόπιν τη ροή του Αξιού ( <από το ρήμα άγω). Όταν βρέθηκαν στην
πεδιάδα της Θεσσαλονίκης, την αρχαία Βοττιαία, επειδή τα μέρη κατοικούνταν από κάποιους άλλους
προγόνους μας, τους Πελασγούς, διεσπάρησαν στην Άνω Ελλάδα, δηλ. τις βουνοκορφές της Π
ίνδου. Σημειωτέον ότι για τους Πελασγούς, οι οποίοι δημιούργησαν ένα θαυμάσιο πολιτισμό τη
νεολιθική περίοδο προβάλλεται η άποψη ότι προέρχονται από την κοιτίδα του Δέλτα του Νείλου.
Πολλοί λαοί στην λεκάνη της Μεσογείου έχουν ετυμολογικώς αδελφά ονόματα που αποτελούνται από τα τρία σύμφωνα Πλσ
ή Φλσ (Παλαιστίνιοι, Φιλισταίοι, Φαλίσκοι γύρω από την Ρώμη και Πελασγοί στην Ελλάδα).
Το όνομα ‘Έλληνες’ στα ομηρικά χρόνια δεν αντιστοιχούσε παρά μόνο σ' ένα ελληνικό/γραικικό φύλο,
που κατοικούσε στηΘεσσαλία και τη Φθιώτιδα, ανάμεσα στα Φάρσαλα και τη Θήβα, το
οποίο είχε ως ηγέτη του τον μυθικό Αχιλλέα και μάλλον η παρουσία του εκεί πρέπει να συνδέεται με
την μετανάστευση σε αυτό το μέρος των ιερέων της Δωδώνης Σελλών. Φαίνεται λοιπόν ότι οι
Έλληνες ήταν ένα από τα παλιά ελληνικά φύλα όπως οι Δαναοί, οι Αχαιοί, οι Αργείοι, οι Λοκροί, οι
Άκαρνάνες Η ετυμολογία της λέξεως ‘Έλλην’ προκαλεί μέχρι σήμερα συζητήσεις.
Ο Ελληνιστής Βιλλαμότς σχετίζει την λέξη ΄Έλλην’ με τη λέξη ‘έλλοψ’ που σημαίνει ‘άφθογγος’,
οπότε ‘Έλληνες’ είναι αυτοί που μιλάνε μια ακατάληπτη γλώσσα. Άλλοι σχετίζουν τους Έλληνες με τους ‘ελλούς’, το ιερατικό σωματείο της Δωδώνης και άλλοι με τη λέξη ‘έλλα’που σημαίνει ‘καθ
έδρα’, οπότε και Έλληνες είναι οι ‘αυτόχθονες’. Σημειωτέον ότι στα Πετράλωνα της Χαλκιδικής
βρέθηκε ανθρώπινος σκελετός ηλικίας 700.000 ετών, δηλ. 650.000 χρόνια αρχαιότερος του Νεάντερλαντ.
Υπάρχει και μια αρχαία παράδοση από τα χρόνια του Ησιόδου, ότι ή Πανδώρα, ή κόρη του
Δευκαλίωνα, γέννησε από τον ερωτά της με τον Δία τον γενναίο Γραικό. Ό Δευκαλίων ήταν ο
βασιλιάς της Φθιώτιδας και ο ήρωας του ελληνικού κατακλυσμού, πού έγινε σύμφωνα με μια μεγ
άλη αρχαία επιγραφή στο περίφημο Πάριο Χρονικό το έτος 1528 π.Χ. Διάδοχος του Δευκαλίωνα
ήταν o ήρωας Έλληνας, ο οποίος ταξίδεψε και έδρασε σε πολλές πόλεις.
Από το μικρό αυτό ‘έθνος’ της
Κεντρικής Ελλάδας, πήραν το όνομα τους, κατά την πρώιμη φάση της Ιστορίας, όλοι οι Έλληνες, οι οποίοι μέσω των
κοινών Ιερών Δωδώνης Δελφών και Ολυμπίας, των κοινών πανελλήνιων Ολυμπιακών αγώνων και των Μηδικών
Πολέμων και μέσα από την αίσθηση της κοινής γλώσσας και παιδείας απέκτησαν κοινή ελληνική συνείδηση. Δεν είναι
τυχαίο ότι οι Άργεάδες της Μακεδονίας επέμεναν με τόσο πείσμα να μετέχουν στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ήδη τον 7ο αι. έχει επικρατήσει η ονομασία
Πανέλληνες και από εκεί αποσπάστηκε και γενικεύτηκε η ονομασία Έλληνες / Έλλην εξ ου και ο τονισμός Έλλην αντί Ελλήν.
Ο Ξενοφάνης, ποιητής και φιλόσοφος από τον Κολοφώνα της Μ. Ασίας, θεωρεί Έλληνες όλους
όσοι μιλούν ελληνικά, χαρακτηρίζοντας ως Ελλάδα μακρινές περιοχές, όπως τη Σικελία και τον Εύξεινο Πόντο.
Αργότερα, με τον Χριστιανισμό ο όρος ‘Έλλην’ σήμαινε τον ειδωλολάτρη ή τον μη χριστιανό, ενώ
οι κάτοικοι της Ελλάδος λέγονταν Ελλαδίτες. Οι ίδιοι οι Έλληνες, όπως και οι κάτοικοι ολόκληρης
της Νέας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η οποία μόλις τον 16ο αι.μ.Χ., ονομάστηκε από τον Ιερώνυμο
Wolf και άλλους προκατειλημμένους ιστορικούς περιφρονητικά ως Βυζάντιο, ονομάζονταν Ρωμαίοι
ή μετέπειτα Ρωμιοί, αφού συνδέονταν μεταξύ τους με, το ρωμαϊκό δίκαιο, την ορθόδοξη πίστη και
την κοινή ελληνική γλώσσα.
Η ονομασία Ρωμιός χάνει επί τουρκοκρατίας την αίγλη του ‘αυτοκρατορικού’ Ρωμαίος και με τις
σκληρές συνθήκες της υπό ζυγόν διαβίωσης αποκτά την χροιά του καταφερτζή, του καπάτσου, του ξύπνιου. ‘Από τις αρχές του 20ου αι. το Ρωμιός χρησιμοποιήθηκε ως αντίθεση προς τον μιμητισμό
της Ευρώπης, τη λαϊκή χριστιανική βυζαντινή ανατολική (αλλά όχι ανατολίτικη) φυσιογνωμία του
Νεοέλληνα’ (Λεξικό Μπαμπινιώτη).
Οι Λατίνοι συνέχισαν να χαρακτηρίζουν τους Έλληνες με
το όνομα Γραικός.
Ορισμένοι υποθέτουν ότι αποφασιστικό ρόλο έπαιξε μια ομάδα αποίκων της Κύμης, πού προέρχονταν από την πόλη Γραία της Ευβοίας, ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι το
λατινικό όνομα σχετίζεται με τους κατοίκους της Γραίας από την περιοχή της Τανάγρας της Βοιωτίας πού μετείχαν
και αυτοί στον δυτικό αποικισμό και άλλοι η άμεση γνωριμία από την περιοχή της Ηπείρου. Τα αισθήματα των
Ρωμαίων απέναντι στους Έλληνες ήταν μικτά και φαίνεται ότι αυτά φόρτισαν και το όνομα Γραικοσ
. Φανατικοί Ρωμαίοι ευπατρίδες, όπως ο Κάτων,
στηλίτευαν την ελληνομανία, η οποία είχε κυριεύσει την Ρώμη και μερικοί συντηρητικοί θεωρούσαν
επικίνδυνη για τα ρωμαϊκά ήθη. Με δυσκολία δέχονταν οι περήφανοι Ρωμαίοι πατρίκιοι ότι είχαν
ανάγκη από ελληνική παιδεία με το καθιερωμένο ταξίδι στην Αθήνα και σε ολόκληρη την ελληνική
Ανατολή, παρόλο που η γνώση της ελληνικής γλώσσας ήταν για τους συγκλητικούς εντελώς
αυτονόητη. Έτσι πίσω από το Graeci και Graeculi κρυβόταν άλλοτε θαυμασμός και άλλοτε έντονη
κριτική διάθεση. Με την πάροδο του χρόνου η λέξη Γραικός άρχισε να σημαίνει τον επιπόλαιο και τον τυχοδιώκτη, ενώ στον Μεσαίωνα πήρε την σημασία του ελληνοορθοδόξου ή ακόμα και του αιρετικού. Παρόλα αυτά υιοθετήθηκε από τους προεπαναστατικούς ως ονομασία των υποδούλων,
επειδή όπως τόνιζε ο Α.Κοραής έτσι μας ονόμαζαν ‘τα φωτισμένα έθνη της Ευρώπης’, τα οποία
αναγνωρίζοντας ένα ελληνικό κρατίδιο, το οποίο περιελάμβανε την Πελοπόννησο, την Στερεά και τις
Κυκλάδες προσπάθησαν να ψαλιδίσουν τα όνειρα του Ρήγα και όλων των επαναστατών για
ανασύσταση της Ανατολικής Ρωμιοσύνης.
Από την σύντομη αυτή ανασκόπηση προκύπτει ότι έστω και αν η ονομασία μας ποικίλλει στο διάβα
των αιώνων, εντούτοις η αυτοσυνειδησία μας ως Ελλήνων μένει σταθερά προσηλωμένη από τότε
που δημιουργήθηκε με τους πρώτους ίσως Ολυμπιακούς Αγώνες τον 7ο αι. π.Χ. μέχρι σήμερα που
ζούμε την ενοποίηση της Ευρώπης σε δύο σταθερές συνιστώσες.στην κοινή γλώσσα και στην κοινή πίστη.
Οι Έλληνες, όπως είπε και ο Ελύτης στην απονομή του Νομπέλ, συνεχίζουν επί 40 αιώνες να λένε
τη θάλαττα θάλασσα και τον ουρανό ουρανό. ‘Από την εποχή που μίλησε ο Όμηρος μιλούμε, ανασα
ίνουμε και τραγουδούμε στην ίδια γλώσσα’ (Γ.Σεφέρης).
Μέχρι σήμερα η ευρεία χρήση ελληνικών όρων στις ευρωπαϊκές γλώσσες προδίδει πολιτισμό,
οικειότητα με την επιστήμη και την τέχνη. Αυτή η θαυμαστή διατήρηση της γλώσσας και της εθνικής
συνείδησης μέσα στο διάβα των αιώνων συνδέθηκε άρρηκτα από την αρχαιότητα με την διατήρηση της κοινής πίστης.
Μέσα από την Ορθοδοξία, η οποία έδωσε απαντήσεις διά των μεγάλων Πατέρων (Βασιλείου,
Γρηγορίου) στα πανάρχαια ερωτήματα της ελληνικής φιλοσοφίας και πρόσφερε ικανοποίηση στην
υπαρξιακή δίψα της ανθρώπινης οντότητας, ο Ελληνισμός μεγαλούργησε. Είναι εκπληκτικό ότι όπου
χάθηκε η ορθόδοξη πίστη, προοδευτικά χάθηκε και η ελληνική συνείδηση, έστω κι αν διατηρήθηκε η
ελληνική γλώσσα, ενώ δεν συνέβη και το αντίστροφο. Π.χ οι Βαλαάδες της Δυτ. Μακεδονίας,
διατηρώντας την ελληνική γλώσσα, εξισλαμίσθηκαν σε τέτοιο βαθμό ώστε πήραν τα όπλα εναντίον
του ελληνικού στρατού το 1912, ενώ οι Καππαδόκες ‘Καραμανλήδες’ δέχθηκαν να μιλήσουν ξένη
(την τουρκική) γλώσσα και να μεταγράψουν μάλιστα σε αυτήν το Ευαγγέλιο, αλλά χάρις στην πίστη
τους διατήρησαν ακλόνητη την εθνική τους ταυτότητα, κάτι το οποίο τηρουμένων των αναλογιών,
συμβαίνει αυτήν την στιγμή και με τον αγγλόφωνο Ελληνισμό της Αμερικής. Αυτό και μόνον
δικαιώνει τον διεθνούς ακτινοβολία γλωσσολόγο καθηγητή κ. Μπαμπινιώτη ο οποίος έγραψε στο Β
ΗΜΑ της 19.4.1988: ‘Όποιος μιλάει για Ορθοδοξία ερήμην του Ελληνισμού, νομίζω ότι ματαιοπονε
ί. Όποιος μιλάει για Ελληνισμό ερήμην της Ορθοδοξίας κάνει κάτι χειρότερο.ασχημονεί’.
Σημείωση: Mε τον επίλογο αυτού του άρθρου γράφεται και ο επίλογος της δικιάς μου δεκάχρονης
παρουσίας στο αναλόγιο και τον άμβωνα του περικαλλέστατου Ναού του Αγ. Γεωργίου Wiesbaden,
στην έδρα του δασκάλου του μαθήματος των Ορθοδόξων Θρησκευτικών στο Goetheschule, ακόμα και
στις μπασκέτες του μικρού γηπέδου που ιδρώναμε μαζί με πολλά νέα παιδιά, πολλά από τα οποία
αποτελούν συντάκτες των Δύο Όψεων. Από τη νέα ακαδημαϊκή χρονιά θα διδάσκω στο Πανεπιστήμιο
Αθηνών το μάθημα της Ερμηνείας της Καινής Διαθήκης.
Θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε όλους εκείνους και εκείνες που ως μέλη της Χορωδίας, γονείς, μαθητές,
φίλοι και συμπαίκτες, και ιδιαιτέρως τον ακούραστο και εγκάρδιο π. Γεώργιο Παπασαλούρο και την
οικογένειά του, για τις ανεπανάληπτες στιγμές χαράς που απλόχερα μας πρόσφεραν. Το χαμόγελό και η
αγάπη τους θα είναι χαραγμένα στην καρδιά μας !
|
|