Ελεύθερος

Γράφει ο Δρ. Σωτήρης Δεσπότης

Όταν ήμουν έφηβος κουρασμένος κυριολεκτικά από τις απαιτήσεις της οικογένειας, του σχολείου και των φροντιστηρίων μου άρεσε πολύ επιστρέφοντας κουρασμένος στο σπίτι να ακούω το τραγούδι ‘Θέλω να ζήσω ελεύθερος, δίχως ταυτότητα πια...’.

Όταν κατάφερα να μπω και να... βγω από το Πανεπιστήμιο, ακριβώς την στιγμή που εγκατέλειπα την ωραία φοιτητική ζωή και έμπαινα στην αρένα της επαγγελματικής αποκατάστασης διερωτήθηκα το ‘πώς θα ζήσω’ ‘πώς θα επιβιώσω’ στον κόσμο αυτό της ανεργίας και του ανταγωνισμού. Και όταν τελικά επέτυχα να αποκτήσω και γω μια θεσούλα στον ήλιο ή καλύτερα στο ...γκρίζο της ξενιτιάς, την στιγμή που εκπληρώθηκε το όνειρο του μπαμπά ‘να βρει το παιδί του μια καλή θέση, ένα καλό αυτοκίνητο και να κάνει οικογένεια’ ένα άλλο ερώτημα άρχισε να με βασανίζει ‘γιατί να ζω σε αυτόν τον κόσμο’. Προσπάθησα σπασμωδικά ανοίγοντας δυνατά το ραδιόφωνο, πληκτρολογώντας μια διεύθυνση στο δίκτυο... του Διαδικτύου, ρίχνοντας μια κλέφτικη ματιά στον πολύχρωμο κόσμο της τηλεόρασης να το αποφύγω. Να όμως που το ραδιόφωνο μου
θύμισε πάλι εκείνο το τραγούδι που μου άρεσε να ακούω και να τραγουδώ όταν ήμουν μικρός ‘Θέλω να ζήσω ελεύθερος..’ Παρόλη την εικονική επιτυχία τής ζωής μου το ερώτημα και ο πόθος τής ελευθερίας (τώρα όμως .... με ταυτότητα σε έναν κόσμο αριθμών, μοναχικών
ατόμων, πετυχημένων ρομπότ, εικονικής πραγματικότητας) είχε παραμείνει.  Και αυτό το ερώτημα είμαι σίγουρος ότι τίθεται αμείλικτο σε όλους σε δευτερόλεπτα... που χανόμαστε!. Στιγμές απογοήτευσης από τα πρόσωπα ή μάλλον τα είδωλα που έχουμε λατρεύσει, στιγμές απόλυτης μοναξιάς, στιγμές συνάντησης με τον Πόνο και τον Θάνατο, στιγμές που ξεσκίζεται η μάσκα του πετυχημένου και του έξυπνου που φοράμε καθημερινά, μας φέρνουν αντιμέτωπους με την σκληρή πραγματικότητα και το γεγονός ότι ούτε τα πτυχία μας, ούτε το αυτοκίνητό μας, ούτε τα μάρκα μας ούτε τα σπίτια μας, ούτε η φυγή μας σε κάποιο απόμακρο επίγειο Παράδεισο μπορούν να μας σώσουν, δηλ. να μας δώσουν χαρά, νόημα, ουσία,
περιεχόμενο στην ζωή.

Κατά παράδοξο τρόπο ούτε το Σχολείο, ούτε η Κοινωνία μας μάθανε γιατί ζούμε σε αυτόν τον
κόσμο. ‘Από το Σχολείο και την Κοινωνία μας σήμερα δεν λείπουν οι γνώσεις, οι ειδικές και χρήσιμες αλλά λείπει η σοφία, το νόημα ή η ζωή σαν νόημα. Δεν λείπουν τόσο πολύ τα μέσα, όσο λείπει ο σκοπός. Δεν λείπουν τα προγράμματα, αλλά το όραμα. Από Την Εποχή μας δεν λείπουν οι ιδεολογίες, αλλά η καθολική αλήθεια και ο έρωτάς της. Δεν λείπει η κουλτούρα αλλά η ανθρωπιά. Δεν λείπει ο διάλογος, αλλά η αγάπη.  Δεν λείπουν τα είδωλα, αλλά ο Θεός’. Φτιάξαμε και φτάσαμε σε μια εποχή που αγοράζουμε πολλά, αλλά απολαμβάνουμε λίγο. Έχουμε περισσότερη γνώση, μα λιγότερη κρίση, προσθέσαμε χρόνια στη ζωή μας αλλά όχι ζωή στα χρόνια μας. Φτάσαμε στο φεγγάρι αλλά δυσκολευόμαστε να διασχίσουμε ένα δρόμο για να συναντήσουμε τον γείτονά μας. Κατακτήσαμε το Διάστημα και χάσαμε το δικό μας πλανήτη. Έχουμε υψηλότερα εισοδήματα, αλλά χαμηλότερες ηθικές αξίες για να ζήσουμε σε μια κοινωνία των υψηλών κερδών και των ρηχών ανθρώπων. Κτίζουμε πολυτελή σπίτια και διαλύσαμε την οικογένεια, αφού η βιτρίνα της ζωής φαίνεται πλούσια, αποθήκη της όμως είναι έρημη και γυμνή.

Σε αυτήν λοιπόν  την εποχή που βλέπει τον άνθρωπο όχι ως ένα ον που διψά και λαχταρά να ξεδιψάσει την αλήθεια, την ελευθερία και την αιώνια αγάπη αλλά ως (οικονομικό, κοινωνικό ή πολιτικό) ‘παράγοντα’, που πουλά τα χαρίσματά του και εξαργυρώνει  τον εαυτό του στο βωμό του ‘συστήματος’, πιστεύω ότι για όλους τους νέους προβάλλει το δίλημμα είτε να πουληθούν στον Κόσμο (...‘ich verkaufe mich’!) γινόμενοι όντα καταναλωτικά και τελικά αναλώσιμα, είτε να αναζητήσουν ηρωικά σαν τον Οδυσσέα κάποια Ιθάκη, αφήνοντας πίσω τους καθετί
παραμορφωμένο από την Κίρκη της μόδας να αναμασά τα κομμάτια του ψωμιού και του
θεάματος που πετά η μαζική αποπληροφόρηση.

Το παράδοξο είναι ότι η Ιθάκη, ο χαμένος Παράδεισος που όλοι αναζητάμε δεν βρίσκεται μακριά μας, αλλά κοντά μας, ανάμεσά μας. Αυτή η Ιθάκη, η χαμένη μας πατρίδα, η λησμονημένη μας μάνα είναι η Εκκλησία. Μέχρι στιγμής δεν χρησιμοποίησα τον όρο Εκκλησία, γιατί όλοι μας κουβαλάμε από τους γονείς μας την εντύπωση ότι η Εκκλησία είναι κάποιο Γραφείο Τελετών, που τρέχουμε να κάνουμε Βαπτίσια, Γάμους και να κοινωνήσουμε Χριστούγεννα και Πάσχα, έτσι και για το καλό, ότι η Εκκλησία αποτελεί κάποιο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών που τρέχουμε όταν τα πράγματα της ζωής μας πάνε στραβά για να μας διαβάσει ο παππάς, ότι η Εκκλησία ταυτίζεται με τον παππά-Γιώργη και τον ψάλτη και υπάρχει το πολύ/πολύ για να πηγαίνουμε την Κυριακή και ανάβοντας ένα κεράκι να τακτοποιούμε τις οφειλές μας προς αυτόν τον Άγνωστο Θεό, έτσι για να μη μας τιμωρήσει για τις αμαρτίες μας. Αυτόν τον Θεό με τα ‘μη’ και τα ‘δεν πρέπει’ τον πιστεύουμε για να μη μας τιμωρεί, αλλά δεν τον λατρεύουμε για να μη μας περιορίζει.

Τί είναι όμως Εκκλησία; Εκκλησία σημαίνει έκκληση, πρόσκληση σε χαρά, σε γιορτή, σε ζωή που δεν γνωρίζει θάνατο, σε ελευθερία/απεξάρτηση από τα πάθη. Εκκλησία σημαίνει την αποκάλυψη ότι Κάποιος σε αγαπά γι’αυτό που είσαι και όπως είσαι και όχι γι’αυτό που έχεις ή δεν έχεις να του προσφέρεις. Εκκλησία σημαίνει την μοναδική εμπειρία ότι στον αφιλόξενο κόσμο που σε περιβάλλει δεν είσαι μαριονέτα της τύχης και πιόνι κάποιων δήθεν ισχυρών, αλλά ότι έχεις σπίτι, ότι έχεις οικογένεια, έχεις έναν αιώνιο Πατέρα, ο οποίος βρίσκεται εκεί που εσύ πολλές φορές δεν βρίσκεσαι, δηλ. στον εαυτό σου, και λαχταρά να σε αγκαλιάσει αγνοώντας το παρόν και το παρελθόν σου γιατί γνωρίζει το αιώνιο μέλλον σου. Εκκλησία σημαίνει (θεία) Κοινωνία στην οποία δεν είσαι ένας αριθμός, μάζα από κόκκαλα και νερό, μονάδα καταναλωτική, αλλά έχεις όνομα, λόγο ύπαρξης, δυνατότητα συγχώρεσης στην αγκαλιά Εκείνου που πέθανε από την αγάπη του για σένα για να αναστηθεί στην αιωνιότητα που λαχταράς να την ανακαλύψεις σε εικονικές πραγματικότητες και πλαστούς Παραδείσους. Εκκλησία σημαίνει ηρωική έξοδος από το καβούκι του εγωισμού και της ιδιοτέλειάς σου, που σε έχει μάθει να βλέπεις όλα τα πρόσωπα και τα πράγματα που σε περιβάλλουν σαν μέσα ικανοποίησης της ηδονής και τελικά της οδύνης σου. Εκκλησία σημαίνει κατάκτηση της ουσιαστικής ελευθερίας (η οποία δεν είναι φανφάρα αλλά άθλημα και πόνημα, αφού δεν είναι ελευθερία μόνον ‘από’ αλλά ελευθερία ‘για να’) και της πραγματικής αγάπης, η οποία δεν ερωτά ποιός με αγαπά, αλλά συνεχώς διερωτάται ποιόν μπορώ εγώ να αγαπήσω. Εκκλησία σημαίνει τον ωραίο αγώνα όχι ενάντια στους άλλους, τους ‘ξένους’ τους ‘κακούς’ τους ‘εχθρούς’, αλλά ενάντια στο άρρωστο κομμάτι του εαυτού σου που λατρεύει.... τον εαυτό του. Εκκλησία σημαίνει συμμετοχή σε έναν καινούργιο τρόπο ύπαρξης, ο οποίος προϋποθέτει μετάνοια, δηλαδή αλλαγή μυαλών, τρόπου σκέψης και θεώρησης του κόσμου και της Κοινωνίας. Έτσι μόνον μαθαίνεις πως να φας, πως να πιεις, πώς να αγαπήσεις, πως να ζήσεις γιατί αύριο δεν θα πεθάνεις, δεν θα πεθάνεις ποτέ, αλλά θα ζήσεις. ‘Ό,τι δεν είναι άθλημα και εμπειρία υπέρβασης του εαυτού μας δεν είναι Εκκλησία’.

Φίλε εάν θες να ζήσεις ελεύθερα και όχι να πεθαίνεις καθημερινά γκρέμισε τα είδωλα που σε
έμαθαν να λατρεύεις από μικρό και πάνω από όλα το είδωλο του εαυτού σου, πέταξε τις χρυσές αλυσίδες που έδεσε τριγύρω σου η καταναλωτική Κοινωνία, και πραγματοποίησε μία Έξοδο, όχι σαν και αυτές που κάνεις κάθε Σαββατοκύριακο, αλλά μία Έξοδο προς μια αληθινή ζωή, μια
πραγματική Χαρά, μια αιώνια Αγάπη, χωρίς ημερομηνία λήξης. Συνάντησε τον Χριστό και τους Αγίους, ζήσε συνειδητά στην Εκκλησία, το Σώμα του. Σταμάτα να τραγουδάς απλά ‘θέλω να ζήσω ελεύθερος’, αλλά τόλμησε να πεις ‘θέλω να γίνω ελεύθερος’ κάνοντας το άλμα στην αγκαλιά της απεριόριστης Ελευθερίας, της απόλυτης Αγάπης. Αυτή είναι η έκκληση της Εκκλησίας και η πρόσκληση αλλά και η πρόκληση του Θεού και του εαυτού σου. Είναι θέμα ζωής και ...θανάτου
!